- παλαίωσις
- παλαίωσιςkeeping for a long timefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλαιώσει — παλαίωσις keeping for a long time fem nom/voc/acc dual (attic epic) παλαιώσεϊ , παλαίωσις keeping for a long time fem dat sg (epic) παλαίωσις keeping for a long time fem dat sg (attic ionic) παλαιόω make old aor subj act 3rd sg (epic) παλαιόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίωση — η (ΑΜ παλαίωσις [παλαιώ] νεοελλ. 1. (τροφ. τεχνολ.) σύνολο μεταβολών που υφίστανται ορισμένα ποτά, όταν διατηρούνται υπό καθορισμένες συνθήκες, και οι οποίες τούς προσδίδουν νέα γευστικά και αρωματικά χαρακτηριστικά 2. φρ. α) «παλαίωση σπόρου»… … Dictionary of Greek
παλαιώσεως — παλαιώσεω̆ς , παλαίωσις keeping for a long time fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίωσι — παλαίω wrestle pres subj act 3rd pl παλαίωσις keeping for a long time fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίωσιν — παλαίω wrestle pres subj act 3rd pl παλαίωσις keeping for a long time fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)